Φλεγμονές
Βλεφαρίτιδες
Η σταφυλοκοκκική βλεφαρίτιδα οφείλεται σε λοίμωξη από χρυσίζοντα ή επιδερμιδικό σταφυλόκοκκο. Το βλεφαρικό χείλος φλεγμαίνει και συχνά οι βλεφαρίδες είναι κολλημένες μεταξύ τους με κρούστα.
Η κριθή (κριθαράκι) είναι μια οξεία βακτηριακή λοίμωξη των αδένων του βλεφαρικού χείλους, που παίρνει τη μορφή ερυθράς επώδυνης διόγκωσης του βλεφάρου. Αρχικά είναι σκληρή και διάχυτη, στη συνέχεια διαπυείται και σχηματίζει κίτρινη κορυφή, που συχνά κενώνεται αυτόματα και αυτοπεριορίζεται.
Θεραπεία
Ο ακρογωνιαίος λίθος της αντιμετώπισης των φλεγμονών των βλεφάρων είναι η σωστή υγιεινή των βλεφάρων.
Πρέπει να γίνεται προσπάθεια από τον ίδιο τον ασθενή για απομάκρυνση του παθολογικού υλικού και της κρούστας από τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρα, ιδιαίτερα των βυσμάτων σμήγματος που φράσσουν τα στόμια των πόρων των αδένων στο βλεφαρικό χείλος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με χλιαρό νερό και σαμπουάν που δεν τσούζει τα μάτια, ενώ υπάρχουν διαθέσιμα στο εμπόριο και ειδικά υγρά χαρτομάντιλα.
Η χρήση σταγόνων τεχνητών δακρύων συμβάλλει στην ανακούφιση από τα συμπτώματα, ενώ ενδείκνυται και η τοπική εφαρμογή αντιβιοτικών σε μορφή οφθαλμικής αλοιφής για την καταπολέμηση των μικροβίων.
Επιπεφυκίτιδες
Ο επιπεφυκότας είναι η μεμβράνη π&omiomicron;υ επενδύει το πρόσθιο τμήμα του βολβού του ματιού, συνεχίζοντας μέχρι και την έσω επιφάνεια των βλεφάρων. Οι φλεγμονές του επιπεφυκότα λέγονται επιπεφυκίτιδες και μπορεί να είναι λοιμώδους ή μη λοιμώδους αιτιολογίας.
Λοιμώδεις επιπεφυκίτιδες
Μπορεί να προκληθούν από μικρόβια, ιούς ή χλαμύδια.
Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες χαρακτηρίζονται από οξεία έναρξη με ερυθρότητα του οφθαλμού και κολλώδεις εκκρίσεις (τσίμπλες). Μπορεί ακόμη να συνυπάρχουν ελαφρός ή μέτριος κνησμός και αίσθημα καύσου ή ξένου σώματος. Η όραση δεν επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό. Σημαντική μείωση της όρασης μπορεί να υποκρύπτει άλλη σοβαρότερη αιτία, ή συμμετοχή του κερατοειδούς.
Οι περισσότερες περιπτώσεις μικροβιακής επιπεφυκίτιδας είναι αυτοπεριοριζόμενες, αλλά συνήθως συνταγογραφείται ένα κολλύριο με αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, όπως η τομπραμυκίνη, το φουσιδικό οξύ ή η χλωραμφενικόλη.
Η προσβολή του επιπεφυκότα από γονόκοκκο (το μικρόβιο που προκαλεί το αφροδίσιο νόσημα γονόρροια) είναι μια οξεία και πολύ σοβαρή κατάσταση, επειδή ο γονόκοκκος μπορεί να διαπεράσει ακόμη και το ανέπαφο (χωρίς τραυματισμό) επιθήλιο του κερατοειδούς προκαλώντας σημαντικές βλάβες, αν δεν αντιμετωπιστεί με ειδική αντιβιοτική αγωγή.
Οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες έχουν κάποια χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τις μικροβιακές. Και εδώ υπάρχει η ερυθρότητα του ματιού, οι εκκρίσεις όμως είναι περισσότερο υδαρείς (λεπτόρρευστες) παρά πυώδεις. Συχνό εύρημα αποτελεί η διόγκωση των προωτιαίων λεμφαδένων, όπως επίσης και το οίδημα των βλεφάρων, που μερικές φορές είναι τόσο έντονο, ώστε να προκαλεί τη σύγκλισή τους.
Εκδηλώνονται συχνά στην πορεία παιδικών ιογενών λοιμώξεων και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής λόγω της υψηλής μεταδοτικότητάς τους. Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για το συχνό πλύσιμο των χεριών, τη μη χρήση κοινών πετσετών, μαξιλαριών κλπ.
Από τις χλαμυδιακές επιπεφυκίτιδες πιο γνωστό είναι το τράχωμα, που αποτελεί και το 3ο συχνότερο αίτιο τύφλωσης παγκοσμίως μετά τον καταρράκτη και το γλαύκωμα. Πρόκειται για χρόνια επιπεφυκίτιδα, που αφορά συνήθως χώρες με ανεπαρκείς συνθήκες υγιεινής. Η θεραπεία γίνεται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά.
Μη λοιμώδεις επιπεφυκίτιδες
Περιλαμβάνουν την οξεία και τη χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα και κάποιες ουλοποιητικές και φυσαλιδώδεις βλάβες του επιπεφυκότα.
Αλλεργία καλείται η υπέρμετρη αντίδραση του οργανισμού σε κάποια φαινομενικά «αβλαβή» ουσία του περιβάλλοντος.
Τα πιο συνήθη αλλεργιογόνα είναι η γύρη, η μούχλα, τα σάλια ζώων, διάφορα χημικά, καθώς και ορισμένα φαγητά και φάρμακα.
Η οξεία αλλεργική επιπεφυκίτιδα χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη, με κνησμό, οίδημα των βλεφάρων και χύμωση (οίδημα) του επιπεφυκότα. Για να προκληθεί η αλλεργική αντίδραση, πρέπει να προηγηθεί επαφή με το αντίστοιχο αλλεργιογόνο. Έτσι, ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει τις ουσίες που τον επηρεάζουν, ώστε να τις αποφεύγει, ενώ συνιστάται και η χρήση κολλυρίων τεχνητών δακρύων ή πλύσεις με νερό, ώστε να απομακρυνθεί το αλλεργιογόνο, αν έχει ήδη εκτεθεί σε αυτό.
Η χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχει διάφορες μορφές, όπως η εαρινή και η ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα.
Η εαρινή αλλεργική κερατοεπιπεφυκίτιδα προσβάλλει συχνότερα τα παιδιά, και συνήθως τα αγόρια. Είναι πιο έντονη σε ξηρά και ζεστά κλίματα, ιδίως τους θερινούς μήνες. Τα συμπτώματα αφορούν και τους δύο οφθαλμούς και περιλαμβάνουν έντονο κνησμό, ερυθρότητα, κάψιμο, αίσθημα ξένου σώματος, δακρύρροια, παχιές νηματοειδείς εκκρίσεις και φωτοφοβία.
Κερατίτιδες
Ερπητική κερατίτιδα
Η τυπική εικόνα της ερπητικής κερατίτιδας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός δενδριτικού έλκους, μιας πληγής δηλαδή της επιφάνειας του κερατοειδούς με διακλαδώσεις που θυμίζουν κλαδιά δέντρου. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να παίρνει τη μορφή στικτής κερατίτιδας με διάσπαρτες μικρές υπόλευκες εστίες. Χαρακτηριστική είναι επίσης και η μείωση της αισθητικότητας του κερατοειδούς.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η πρώτη επαφή με τον ιό συμβαίνει κατά την παιδική ηλικία και είναι ασυμπτωματική. Ο ιός του έρπητα μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα σε κάποιο κοντινό σημείο του νευρικού συστήματος, και σε περιόδους κατά τις οποίες εξασθενεί η άμυνα του οργανισμού να μεταναστεύσει προς τον οφθαλμό και να προκαλέσει φλεγμονή.
Η ερπητική κερατίτιδα συχνά υποτροπιάζει. Οι επανειλημμένες προσβολές δημιουργούν θολερότητες στον κερατοειδή, ο οποίος παίρνει τη μορφή γεωγραφικού χάρτη.
Η χρήση τοπικών στεροειδών σε ενεργό ερπητικό έλκος πρέπει να αποφεύγεται, γιατί οδηγεί σε επιδείνωση της νόσου και βραδύτερη επούλωση. Η αντιμετώπιση της ερπητικής κερατίτιδας γίνεται με αντιικούς παράγοντες, όπως η ακυκλοβίρη (Zovirax), που ανάλογα με την περίπτωση χορηγούνται τοπικά ως οφθαλμική αλοιφή ή και συστηματικά με τη μορφή χαπιών.
Κερατίτιδα από αδενοϊούς
Κερατίτιδα από βακτήρια
Κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα
Η ακανθαμοιβάδα είναι παθογόνος μικροοργανισμός που ενδημεί στο έδαφος, στο νερό, σε δίκτυα αποχέτευσης, ψύκτες και συστήματα κλιματισμού, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή λοίμωξη στον κερατοειδή.
Ιδιαίτερα κινδυνεύουν οι χρήστες φακών επαφής που δεν τηρούν τους κανόνες υγιεινής στη φύλαξη, χρήση και απολύμανση των φακών τους. Η χρήση νερού βρύσης ή μολυσμένων διαλυμάτων για τον καθαρισμό των φακών, το μπάνιο ή η κολύμβηση με φακούς επαφής κλπ. προδιαθέτουν για την ανάπτυξη μιας τέτοιας λοίμωξης, που αν και σπάνια είναι εξαιρετικά σοβαρή.
Χαρακτηριστικό της νόσου είναι η μη ανταπόκριση στα συνηθισμένα αντιβιοτικά. Ως εκ τούτου επιβάλλεται η άμεση επίσκεψη στον οφθαλμίατρο και η χορήγηση της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής.
Κερατίτιδα από μύκητες
Μη λοιμώδεις κερατίτιδες
Ραγοειδιτιδες
Ο ραγοειδής χιτώνας αποτελείται από την ίριδα και το ακτινωτό σώμα προς τα εμπρός και τον χοριοειδή προς τα πίσω.
Πρόσθια ραγοειδίτιδα (ιριδοκυκλίτιδα)
Οι ιριδοκυκλίτιδες είναι συχνά ιδιοπαθείς, δηλ. δεν ανευρίσκεται το ακριβές αίτιό τους. Μπορεί όμως και να συνοδεύουν άλλες οφθαλμικές ή συστηματικές αιτίες.
Πρόσθια ραγοειδίτιδα μπορεί να ακολουθήσει έναν τραυματισμό ή μια χειρουργική επέμβαση, ενώ αρκετά συχνό αίτιο είναι και οι ερπητικές λοιμώξεις του οφθαλμού, συμπεριλαμβανομένου και του έρπητα ζωστήρα.
Μια εργαστηριακή εξέταση που αναζητά το λευκοκυτταρικό αντιγόνο B27 (HLA-B27) είναι αρκετά συχνά θετική.
Συστηματικά νοσήματα, όπως οι οροαρνητικές αρθρίτιδες (αγκυλωτική σπονδυλίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα κ.α.) αλλά και η φυματίωση, η σύφιλη και η σαρκοείδωση, μπορούν να είναι αίτια ιριδοκυκλίτιδας.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν φωτοφοβία, πόνο που επιδεινώνεται με το διάβασμα, δακρύρροια και ερυθρότητα, που μπορεί να είναι εντονότερη γύρω από τον κερατοειδή. Ο σπασμός του σφιγκτήρα της κόρης προκαλεί τη συστολή της (μύση), ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις τα φλεγμονώδη στοιχεία αθροίζονται στο κάτω μέρος του προσθίου θαλάμου σχηματίζοντας υπόπυο.
Η ιριδοκυκλίτιδες μπορεί να είναι οξείες ή χρόνιες, μονόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες, ενώ αρκετά συχνά υποτροπιάζουν.
Οι περισσότερες περιπτώσεις απαντούν καλά στη θεραπεία με τοπικά στεροειδή και μυδριατικά κολλύρια. Αν η νόσος μεταπέσει σε πιο βαριά μορφή, μπορούν να εμφανιστούν επιπλοκές, όπως γλαύκωμα, καταρράκτης και οίδημα της ωχράς.
Οπίσθια ραγοειδίτιδα
Διάμεση ραγοειδίτιδα
Σύνδρομα μεταμφίεσης
Πρόκειται για οφθαλμικές παθήσεις, ως επί το πλείστον σοβαρές, που χωρίς να είναι πρωταρχικώς φλεγμονώδεις, παρουσιάζονται κλινικά σαν πρόσθιες ή οπίσθιες ραγοειδίτιδες.
Αυτά περιλαμβάνουν το ρετινοβλάστωμα, τη λευχαιμία, το λέμφωμα, το κακόηθες μελάνωμα, την περιφερική αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς κ.α.
Το βασικό πρόβλημα με αυτές τις παθήσεις είναι ότι θεωρούμενες αρχικά ραγοειδίτιδες οδηγούν σε λανθασμένη αντιμετώπιση και καθυστέρηση της σωστής θεραπείας, με αποτέλεσμα να προκαλείται αυξημένη οφθαλμική νοσηρότητα και να απειλείται ακόμη και η ζωή του ασθενούς.