Λοιπές Οφθαλμικές Παθήσεις
Ξηροφθαλμία
Η ξηροφθαλμία είναι μια χρόνια κατάσταση, που προκαλείται από ελαττωμένη παραγωγή δακρύων ή αυξημένο ρυθμό εξάτμισης της δακρυικής στιβάδας, που υπαλείφει τον κερατοειδή. Πρόκειται για κατάσταση που επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων ανά τον κόσμο και αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες επίσκεψης στον οφθαλμίατρο.
Τα μάτια είναι συνήθως κόκκινα, στεγνά και ο ασθενής παραπονείται για φαγούρα, κάψιμο και αίσθηση ξένου σώματος.
Σε πολλές περιπτώσεις η ξηροφθαλμία προκαλεί αντανακλαστική δακρύρροια και οι ασθενείς προσέρχονται στον οφθαλμίατρο, επειδή «τρέχουν» τα μάτια τους.
Προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η πρόοδος της ηλικίας (πολύ συχνά γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση), το περιβάλλον (μόλυνση του αέρα, χρήση κλιματιστικών κλπ.) και ο σύγχρονος τρόπος ζωής (διάβασμα, τηλεόραση, χρήση υπολογιστών κλπ.).
Ξηροφθαλμία επίσης μπορούν να προκαλέσουν ορισμένες συστηματικές παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, καθώς και η λήψη φαρμάκων, όπως αντικαταθλιπτικά, αντιαλλεργικά, φάρμακα για την υπέρταση κλπ.
Αν η ξηροφθαλμία γίνει σοβαρή και δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να οδηγήσει σε λοιμώξεις ή άλλες επιπλοκές, που ενδέχεται να επηρεάσουν και την όραση.
Η αντιμετώπιση μπορεί να γίνει συντηρητικά, με τη χρήση κολλυρίων τεχνητών δακρύων, ή να αναζητηθεί η λύση σε άλλες μεθόδους. Το σημαντικό είναι ο ασθενής να αναγνωρίσει έγκαιρα τα συμπτώματα και να τα αναφέρει το συντομότερο δυνατό στον οφθαλμίατρο.
Δακρυοκυστίτιδα
Η φλεγμονή του δακρυικού ασκού ονομάζεται δακρυοκυστίτιδα και συνήθως οφείλεται σε απόφραξη του ρινοδακρυικού πόρου. Η λίμναση των δακρύων ευνοεί τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων του επιπεφυκότα, με αποτέλεσμα τη μόλυνσή τους και το σχηματισμό πύου.
Η απόφραξη του ρινοδακρυικού πόρου μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία.
Σε οξείες περιπτώσεις ο ασθενής εμφανίζει πόνο, πρήξιμο και ερυθρότητα στην περιοχή, δακρύρροια, και αν η κατάσταση γίνει σοβαρή, πυρετό. Σε χρόνιες περιπτώσεις το κύριο σύμπτωμα είναι η δακρύρροια.
Η θεραπεία της οξείας δακρυοκυστίτιδας περιλαμβάνει αντιβιοτικά από το στόμα και ζεστές κομπρέσες. Στις χρόνιες περιπτώσεις, ιδίως αν υποτροπιάζουν, επιχειρείται η χειρουργική διάνοιξη επικοιν&omomega;νίας μεταξύ του δακρυικού ασκού και της ρινικής κοιλότητας, παρακάμπτοντας το ρινοδακρυικό πόρο. Η επέμβαση αυτή λέγεται δακρυοασκορρινοστομία.
Η δακρυοασκορρινοστομία μπορεί να γίνει είτε με προσπέλαση εξωτερικά (παραδοσιακή μέθοδος), είτε ενδοσκοπικά. Στην ενδοσκοπική ασκορρινοστομία η πρόσβαση στον δακρυικό ασκό γίνεται μέσα από τη μύτη με ειδικό ενδοσκόπιο. Τα πλεονεκτήματα αυτής της μεθόδου είναι η ανυπαρξία εξωτερικών τομών, τα πολύ υψηλά ποσοστά επιτυχίας και οι λιγότερες επιπλοκές.
Σε περιπτώσεις απόφραξης της δακρυικής οδού από συμφύσεις, χωρίς στοιχεία φλεγμονής, η δακρυοασκορρινοστομία τείνει να αντικατασταθεί από τη μέθοδο της διασωλήνωσης της δακρυικής οδού. Κατ’ αυτήν, λύνουμε τις συμφύσεις με ειδικό καθετήρα και εισάγουμε ένα σωληνάκι από σιλικόνη, το οποίο παραμένει για αρκετούς μήνες, ώστε να εμποδίζει την ανάπτυξη νέων συμφύσεων.
Υπόσφαγμα
Υπόσφαγμα λέγεται η συγκέντρωση μικρής ποσότητας αίματος υπό τον επιπεφυκότα, που συμβαίνει συνήθως μετά τη ρήξη κάποιου μικρού αγγείου στην περιοχή.
Πρόκειται για μια κατάσταση που, αν και δεν έχει καμία επίδραση στην όραση, ανησυχεί ιδιαίτερα τους ασθενείς λόγω της εντυπωσιακής κλινικής εικόνας που εμφανίζει.
Υπόσφαγμα μπορεί να συμβεί αυτόματα, μετά από απότομο σήκωμα βάρους (π.χ. γονείς που σηκώνουν τα παιδιά τους), ή μετά από έντονο βήχα, εμετό κλπ.
Άτομα με συνοδά προβλήματα υγείας, όπως υπέρταση, διαβήτης ή λήψη αντιπηκτικών φαρμάκων, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να εμφανίσουν υποσφάγματα.
Θεραπεία δεν χρειάζεται. Ο μόνος τρόπος να εξαλειφθεί ένα υπόσφαγμα είναι να περιμένουμε την απορρόφησή του, κάτι που μπορεί να χρειαστεί λίγες ημέρες ή εβδομάδες. Σε περίπτωση συχνών υποτροπών συνιστάται επιπλέον καρδιολογικός και αιματολογικός έλεγχος.
Στεάτιο
Τα στεάτια είναι κιτρινωπές εναποθέσεις λίπους και πρωτεϊνών στον επιπεφυκότα, (τον άσπρο χιτώνα του ματιού), κοντά στο όριό του με τον κερατοειδή.
Πρόκειται για αλλοιώσεις αρκετά συνηθισμένες, ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες, που εμφανίζονται μετά από μακροχρόνια έκθεση στον ήλιο ή χρόνιο ερεθισμό από τον αέρα και τη σκόνη.
Γενικά δεν δημιουργούν προβλήματα και δεν χρειάζονται θεραπεία. Επειδή όμως η δακρυική στιβάδα στην περιοχή του στεατίου είναι ασταθής, μπορεί να συστηθεί η περιοδική χρήση ενός κολλυρίου τεχνητών δακρύων ως λιπαντικό.
Πολύ σπάνια τα στεάτια μπορεί να δημιουργήσουν δυσανεξία στους υδρόφιλους μαλακούς φακούς επαφής, ενώ λόγω της διάτασης των αγγείων του επιπεφυκότα το μάτι φαίνεται κόκκινο και ορισμένοι ασθενείς μπορεί να παραπονεθούν για αντιαισθητική εμφάνιση.
Πτερύγιο
Το πτερύγιο είναι μια καλοήθης υπερπλασία του επιπεφυκότα, που επεκτείνεται και εφιππεύει τον κερατοειδή συνήθως από τη ρινική του πλευρά.
Η έκθεση στον ήλιο (υπεριώδης ακτινοβολία), η σκόνη και η ξηρή ατμόσφαιρα φαίνεται να είναι εκείνοι οι παράγοντες που προδιαθέτουν για το σχηματισμό πτερυγίων.
Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν ερυθρότητα, αίσθηση ξένου σώματος και κνησμό, ενώ η επέκτασή τους μπορεί να επηρεάσει την όραση είτε με απευθείας κάλυψη του οπτικού άξονα, είτε με παραμόρφωση του κερατοειδή προκαλώντας αστιγματισμό.
Τα πτερύγια δεν υποχωρούν με κάποιο φάρμακο και, αν δημιουργούν προβλήματα, πρέπει να εξαιρούνται χειρουργικά. Η επέμβαση αφαίρεσης πτερυγίου διαρκεί μερικά λεπτά και γίνεται με τοπική αναισθησία. Νεώτερες τεχνικές περιλαμβάνουν την επικόλληση (με ειδική κόλλα και χωρίς ράμματα) αμνιοτικής μεμβράνης, για την αποκατάσταση του ελλείμματος του επιπεφυκότα που προκύπτει μετά την αφαίρεση του πτερυγίου, και τη χορήγηση παραγόντων όπως η μυτομυκίνη-C, που περιορίζουν σημαντικά την πιθανότητα υποτροπών.